ἐπισκοπή

ἐπισκοπή
ἐπισκοπή, ῆς, ἡ (s. prec. entry; Lucian, D. Deor. 20, 6= ‘visit’; OGI 614, 6 [III A.D.]=‘care, charge’; Etym. Gud. 508, 27= πρόνοια; LXX; TestBenj 9:2; JosAs 29, end cod. A ἐπισκοπῇ ἐπισκέπτεσθαί τινα of God; Just., D. 131, 3).
the act of watching over with special ref. to being present, visitation, of divine activity
of a salutary kind (so Gen 50:24f; Ex 3:16; Wsd 2:20; 3:13; Job 10:12; 29:4 al.) καιρὸς τῆς ἐ. the time of your gracious visitation (Wsd 3:7) Lk 19:44. ἐν ἐ. τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ when the kingdom of Christ visits us 1 Cl 50:3. ἡμέρα ἐπισκοπῆς 1 Pt 2:12 is understood in this sense by the majority (e.g. Usteri, BWeiss, Kühl, Knopf, Windisch, FHauck, et al.). S. also b below.—The gracious visitation can manifest itself as protection, care (Job 10:12; Pr 29:13; 3 Macc 5:42; Just., D. 131, 3; Orig., C. Cels. 6, 71, 8 [as providential care w. πρόνοια]) ἐν ἑνότητι θεοῦ καὶ ἐπισκοπῇ in unity w. God and under God’s care IPol 8:3.
of an unpleasant kind (Hesych.= ἐκδίκησις; Jer 10:15; Sir 16:18; 23:24; Wsd 14:11; Theoph. Ant. 2, 35 [p. 188, 26]); ἡμέρα ἐ. (cp. Is 10:3) 1 Pt 2:12 is so understood by the minority (e.g. HvSoden, Bigg, Goodsp.; Danker, ZNW 58, ’67, 98f, w. ref. to Mal 3:13–18). S. a above.
position of responsibility, position, assignment (Num 4:16) of Judas’ position as an apostle τὴν ἐ. λαβέτω ἕτερος let another take over his work (not an office as such, but activity of witnessing in line with the specifications in Ac 1:8, 21f) Ac 1:20 (Ps 108:8).
engagement in oversight, supervision, of leaders of Christian communities (a Christian ins of Lycaonia [IV A.D.] in CB I/2 p. 543; Iren. 3, 3, 3 [Harv. II 10, 2] al.; Orig., C. Cels. 3, 48, 20) 1 Ti 3:1 (s. UHolzmeister, Biblica 12, ’31, 41–69; CSpicq, RSPT 29, ’40, 316–25); 1 Cl 44:1, 4.—DELG s.v. σκέπτομαι. M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισκοπή — watching over fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισκοπή — Ονομασία δεκαπέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 8 χλμ. Ν της Τρίπολης, στην περιοχή της αρχαίας Τεγέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο …   Dictionary of Greek

  • Επισκοπή — Sp Episkòpė Ap Επισκοπή/Episkopi L Kreta ir Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ἐπισκοπῇ — ἐπισκοπέω look upon pres subj mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres subj act 3rd sg ἐπισκοπέω look upon pres subj mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπισκοπέω look upon pres subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισκοπή — η 1. το αξίωμα του επίσκοπου, το λειτούργημά του. 2. η κατοικία του επίσκοπου, το επισκοπικό μέγαρο. 3. περιφέρεια που υπάγεται εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του επίσκοπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λιτζάς και Αγράφων, Επισκοπή — Επισκοπή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Υπαγόταν στη μητρόπολη Λαρίσης και περιλάμβανε την περιοχή των Αγράφων και το βορειοανατολικό τμήμα της Φθιώτιδας. Με την επωνυμία Λιτσά ή Λιτζά συναντάται τον 9o αι. Με ολοκληρωμένη την επωνυμία της ως… …   Dictionary of Greek

  • Επισκοπή Γωνιάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται ΝΑ της κωμόπολης Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Δαμαλά, επισκοπή — Βυζαντινή ερειπωμένη εκκλησία, κοντά στο χωριό Δαμαλάς της Τροιζηνίας (σημερινή Τροιζήνα), στην τοποθεσία της αρχαίας Τροιζήνας και στη θέση ακριβώς του αρχαίου ναού της Αφροδίτης. Η αρχική εκκλησία (15,15 x 9,20 μ.), σταυροειδής με τρούλο, που… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Επισκοπή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Επισκοπή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

  • Μικρή Επισκοπή — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 440 μ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”